- Ἀλκιβιάδῃ
- Ἀλκιβιάδηςmasc dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀλκιβιάδη — Ἀλκιβιάδης masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλκιβιάδηι — Ἀλκιβιάδῃ , Ἀλκιβιάδης masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππόνικος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος δαδούχος και αργότερα στρατηγός (; – 422; π.Χ.). Ήταν γιος του Καλία του Αθηναίου και της αδελφής του Κίμωνα, Ελπινίκης, πεθερός του Αλκιβιάδη. Μαζί με τον Ευρυμέδοντα και τον Νικία νίκησε το 427 π.Χ. τους… … Dictionary of Greek
Τιμαία — Γυναίκα του Άγη A’, βασιλιά της Σπάρτης. Οι σχέσεις της με τον Αλκιβιάδη προκάλεσαν μεγάλο σκάνδαλο. Οι έφοροι της Σπάρτης, για να ξεπλύνουν την ντροπή, ανέθεσαν στον ναύαρχο Αστύοχο να δολοφονήσει τον Αλκιβιάδη. Αλλά η Τ. ειδοποίησε τον… … Dictionary of Greek
ερμαί — Λίθινες στήλες με ανδρική προτομή, στη μέση των οποίων υπάρχει ανδρικό αιδοίο. Η ονομασία τους προέρχεται από τη θεότητα που αρχικά παρίστανε κατά κανόνα, δηλαδή τον Ερμή. Η σημασία των αγαλμάτων αυτών, για τα οποία οι γραπτές πηγές μάς δίνουν… … Dictionary of Greek
Ευρυπτόλεμος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος Αλκμαιωνίδης (μέσα 6ου αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Μεγακλή, πατέρας της Ισοδίκης, συζύγου του Κίμωνα, και ίσως αδελφός του νομοθέτη Κλεισθένη. 2. Αθηναίος αξιωματούχος (5ος αι. π.Χ.). Υπηρετούσε υπό τις διαταγές … Dictionary of Greek
Νικίας — I (περ. 470 – 413 π.Χ.). Αθηναίος στρατηγός και πολιτικός. Γιος του Νικηράτου, πλουσιότατος, έντιμος, οπαδός της παράδοσης και συντηρητικός στην πολιτική, κατέκτησε γρήγορα την εύνοια του λαού εκλεγόμενος από το 428 27 σχεδόν κάθε χρόνο στρατηγός … Dictionary of Greek
Πελοποννησιακός πόλεμος — Ο μακρότερος και αιματηρότερος πόλεμος μεταξύ των ελληνικών κρατών της αρχαιότητας (431 – 404 π.Χ.). Σε αυτόν βρέθηκαν αντιμέτωπες οι δύο μεγαλύτερες πόλεις της αρχαίας Ελλάδας, η Αθήνα και η Σπάρτη, πλαισιωμένες αντίστοιχα από τις συμμαχίες τους … Dictionary of Greek
Τιμάνδρα — Όνομα ενός μυθολογικού και ενός ιστορικού προσώπου. 1. Μυθολογικό πρόσωπο, κόρη του Τυνδάρεω και της Λήδας, σύζυγος του βασιλιά της Αρκαδίας Έχεμου, μητέρα του Εύανδρου που μετανάστευσε στην Ιταλία. 2. Ερωμένη πιστή του Αλκιβιάδη από τα Ύκκαρα… … Dictionary of Greek
Θεσσαλός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (7, 176), ο Θ. έδωσε το όνομά του στη Θεσσαλία, περιοχή που μέχρι τότε έφερε διάφορες ονομασίες: Αιολία, Αιμονία, Ελλάς, Δρυοπίς και Γραικία. Ο Θ. καταγόταν από τη Θεσπρωτία της Ηπείρου και ήταν… … Dictionary of Greek